- ἐκβάλλεται
- ἐκβάλλωthrowpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκβολή — η (AM ἐκβολή) 1. το να εκβάλλεται κάτι, να βγαίνει από τη θέση του, εξαγωγή, βγάλσιμο («εκβολή ριζών») 2. το μέρος όπου ο ποταμός χύνεται στη θάλασσα νεοελλ. (ως ναυτικός όρος) είδος αβαρίας αρχ. μσν. 1. εκδίωξη, εξορία 2. φρ. «ἐκβολὴ ἄρθρου»… … Dictionary of Greek
ευκόμιστος — η, ο (ΑΜ εὐκόμιστος, ον) νεοελλ. μσν. αυτός που μεταφέρεται χωρίς κόπο αρχ. 1. ευκομιδής, επιμελημένος, καλοφροντισμένος 2. ιατρ. αυτός που εξάγεται, που εκβάλλεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κομιστός (< κομίζω)] … Dictionary of Greek
ἐκβάλλεθ' — ἐκβάλλετε , ἐκβάλλω throw pres imperat act 2nd pl ἐκβάλλετε , ἐκβάλλω throw pres ind act 2nd pl ἐκβάλλεται , ἐκβάλλω throw pres ind mp 3rd sg ἐκβάλλετο , ἐκβάλλω throw imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) ἐκβάλλετε , ἐκβάλλω throw imperf ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)